- πάμμαχος
- πάμμαχος ή παμμάχος, -ον (Α)1. έτοιμος ή ικανός για κάθε είδους μάχη, αυτός που μπορεί να αντεπεξέλθει σε κάθε μάχη2. παγκρατιαστής που αγωνίζεται σε κάθε είδους αγώνα3. αυτός που χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να νικήσει («οὐ φαῡλος ἀλλὰ παμμάχος ἀγὼν ὁ τῆς πολιτείας», Πλούτ.)4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάμμαχαμε όλα τα μέσα5. φρ. «εἰς τὸ πάμμαχον» — στον αγώνα με όλα τα μέσαβ) «πάμμαχος ἀτυχίη» — ατυχία που καταβάλλει εντελώς ή η πανίσχυρη ατυχία (Ιπποκρ.).επίρρ...παμμάχως (Α)με όλη τη μαχητική δύναμη κάποιου, με όλα τα μέσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -μαχος (< μάχομαι*)].
Dictionary of Greek. 2013.